μόγησα
1μόγησα — μογέω toil aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
2μογήσας — μογήσᾱς , μογέω toil aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
3μογήσασαν — μογήσᾱσαν , μογέω toil aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …
4μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… …