-
1 μωρό
[моро] ουσ. о. ребенокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μωρό
-
2 ребёнок
το μωρότο παιδί· грудной - το βρέφοςτο μωρό, недоношенный - πρόωρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ребёнок
-
3 дитя
-
4 младенец
-
5 ребёнок
ребёнок м το παιδί, το μωρό; грудной \ребёнок το βυζανιάρικο, το βρέφος* * *мτο παιδί, το μωρόгрудно́й ребёнок — το βυζανιάρικο, το βρέφος
-
6 младенец
младен||ецм τό νήπιο[ν], τό μωρό:грудной \младенец τό βρέφος, τό μωρό. -
7 дитятко
-а ουδ. (απλ.) χαϊδ. μωρό•дитятко моё παιδάκι μου, μωρό μου.
-
8 бутуз
бутузм разг τό παχουλό μωρό, ὁ καλοθρεμμένος μπέμπης. -
9 визжать
визж||атьнесов τσιρίζω, στριγγλίζω, σκούζω/ σκληρίζω (о щенке):ребенок \визжатьит τό παιδάκι σκούζει, τό μωρό τσιρίζει. -
10 говорить
говор||и́тьнесов1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:\говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:\говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!. -
11 годовалый
годов||алыйприл χρονιάρικος, ἐνός ἔτους:\годовалый ребенок μωρό ἐνός ἔτους. -
12 грудной
грудн||ойприл στηθικός, θωρακικός:\груднойая полость ἡ θωρακική κοιλότητα· \груднойая клетка ὁ θώρακας [-αξ]· \груднойа́я железа ὁ μαστός· \грудной ребенок τό νήπιο, τό βρέφος, τό μωρό, τό βυζανιάρικο· ◊ \грудной голос ἡ βαθειά φωνή· \груднойая жаба мед. ἡ στηθάγχη, ἡ στενοκαρδία. -
13 двухнедельный
двухнедельныйприл δεκαπενθήμερος, δύο ἐβδομάδων:\двухнедельный ребенок μωρό δεκαπέντε ήμερῶν \двухнедельный отпуск ἡ δεκαπενθήμερη ἄδεια. -
14 дотянуться
дотянутьсясов см. дотягиваться-ребенок не мог \дотянуться до игру́шки τό μωρό δέν μποροῦσε νά φτάσει τό παιγνίδι. -
15 карапуз
карапузм разг τό μωρό, τό νήπιο[ν], ὁ μπέμπης. -
16 колыбель
колыбел||ьж ἡ κοιτίς, ἡ κούνια· ◊ с \колыбельи ἀπό μωρό παιδί. -
17 крошка
крошк||аж1. (хлебная) τό θρύμμα, τό ψίχουλο:ни \крошкаи οὔτε ἕνα ψίχουλο·2. ласк. ἀγάπη μου, χρυσό μου, μωρό μου. -
18 кутать
ку́татьнесов (περι)τυλίγω, κουκουλώνω:\кутать ребенка κουκουλώνω τό μωρό. -
19 малютка
малютка м, ж τό μικρό, ὁ μπέμπης / τό βρέφος, τό μωρό (младенец)! τό μικρούλικο (о вещах). -
20 обмочиться
обмочить||сяβρέχομαι· ◊ ребенок обмочился разг τό μωρό κατουρήθηκε.
См. также в других словарях:
μωρό — το (Μ μωρόν) βλ. μωρός … Dictionary of Greek
μωρό — το το βρέφος, το νήπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
πορτμπεμπέ — το, N άκλ. φορητό λίκνο, καλαθάκι για μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bebe < porter «φέρω» + bebe «βρέφος, μωρό»] … Dictionary of Greek