μυΐνδα παίζειν

  • 1μυΐνδα — (Α) επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτίνδα) η επιρρηματική όμως κατάλ. τού τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»] …

    Dictionary of Greek