μυττός

  • 1μυττός — μυττός, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος) καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα ττ ανάγονται σε κy , (μυττός < *μυ κy ός), ενώ είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 2μυττός — dumb masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3MUTONUS vel MUTTUNUS — Numen πριαπῶδες. Mutuni Tutuni nomine Romanis matronis cultum, quod utriusque obscaeni appellationem videtur habuisse. Μυττὸς enim, unde turpi huic Deastro nomen, Graecis τὸ γυναικεῖον proprie significat; quum tamen muttunum et muttonum, ex eo,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 5μύτης — μύτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυττός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις*] …

    Dictionary of Greek

  • 6μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… …

    Dictionary of Greek

  • 7mū̆ -1 —     mū̆ 1     English meaning: to murmur, moo (expr.)     Deutsche Übersetzung: Schallnachahmung for den with gepreßten Lippen erzeugten dumpfen Laut: “undeutlich reden, unartikuliert murmeln (hence also words for ‘stumm”); mouth, muzzle; den… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary