μυσχον τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον

  • 1μύσχον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον και γυναικεῑον μόριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < *μύχ σκον (πρβλ. μυχός). Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με μόσχος* (ΙΙ) «είδος ζώου»] …

    Dictionary of Greek