μυστρίον
1μυστρίον — μυστρίον, τὸ (Α) βλ. μυστρί …
2μυστρίον — *Geom. neut nom/voc/acc sg …
3μυστρία — μυστρίον *Geom. neut nom/voc/acc pl …
4μυστρίοις — μυστρίον *Geom. neut dat pl …
5μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών …
6μυστριοπώλης — μυστριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + πώλης (< πωλώ)] …