-
1 μυστικό
[мистико] ουσ. о. тайна, секрет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυστικό
-
2 тайна
-ы θ.μυστικό, απόρρητο, κρυφό•военная тайна στρατιωτικό μυστικό•
хранить -у κρατώ το μυστικό•
выдать -у προδίνω το μυστικό•
раскрыть чужую -у αποκαλύπτω ξένο μυστικό•
государственная тайна κρατικό μυστικό•
знать чью -у ξέρω το μυστικό κάποιου•
тайна успеха το μυστικό της επιτυχίας•
-ы природы τα μυστικά της φύσης•
не тайна δεν είναι μυστικό (είναι γνωστό).
-
3 секрет
секрет 1-а α.1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•держать в -е κρατώ μυστικό•
выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.
|| κρυφή αιτία•знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•
секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•
ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•
секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.
2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.
3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.εκφρ.по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.секрет 2-а σ., έκκριμα αδένων. -
4 секрет
секрет м το μυστικό; держать в \секрете κρατώ μυστικό; выдать \секрет προδίνω το μυστικό* * *мτο μυστικόдержа́ть в секре́те — κρατώ μυστικό
вы́дать секре́т — προδίνω το μυστικό
-
5 тайиа
тайи||аж τό μυστικό[ν]:госуда́рствеи-ная \тайиа τό μυστικό τοῦ κράτους· военная \тайиа τό στρατιωτικό μυστικό· держать в \тайиае κρατώ μυστικό· выдать \тайиау ἀποκαλύπτω (или προδίδω) μυστικό. -
6 секрет
секретм1. τό μυστικο[ν], τό κρυφό:по \секрету ὑπό ἐχεμύθειαν, κρυφά· сообщить, сказать что́-л. под большим \секретом λέγω κάτι ὑπό ἀπόλυτη ἐχεμύθειαν держать в \секрете φυλάγω (или κρατώ) μυστικό· выдавать \секрет προδίδω τό μυστικό·2. воен. τό προ(κε)χωρημένο φυλάκιο· ◊ \секрет полишинеля ирон. τό κοινό μυστικό, ὁ κόσμος τώχει τούμπανο κ' ἐμεϊς κρυφό καμάρι. -
7 держать
держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω* * *в разн. знач.κρατώ, βαστώдержа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι
держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό
держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου
держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις
-
8 тайна
-
9 засекретить
засекретитьсов, засекречивать несов1. (что-л.) κρατώ μυστικό, κάνω ἀπόρρητο, φυλά(γ)ω μυστικό, ἀποκρύπτω:\засекретить документы κἀνω τά ἔγγραφα ἀπόρρητα·2. (кого-л.) разг ἐπιτρέπω ἐργασίαν μέ ἀπόρρητα ντοκουμέντα. -
10 хранить
хранитьнесов1. (где-л.) φυλάγω, διατηρώ:\хранить деньги в сберкассе φυλάγω τά χρήματα στό ταμιευτήριο· \хранить в памяти (в сердце) κρατώ στή μνήμη μου (στήν καρδιά μου)·2. (соблюдать) τηρῶ, κρατώ, φυλάγω:\хранить законы τηρώ τούς νόμους· \хранить обычаи κρατώ τά ἐθιμα· \хранить тайиу φυλάγω ἕνα μυστικό· \хранить в тайне φυλαγω μυστικό· \хранить молчание σωπαίνω, τηρώ σιωπήν ◊ \хранить как зеницу о́ка φυλαγω σάν κόρη ὀφθοιλμοῦ, προσέχω σάν τά μάτια μου. -
11 рассекретить
-ечу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассекреченный, βρ: -чен, -аρ.σ.μ.αποκαλύπτω μυστικό οικειοθελώς• παύω να κρατώ μυστικό. || παύω να έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον. -
12 таить
таю, таишьρ.δ.μ.1. κρύβω, αποκρύπτω• κρατώ μυστικό•от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό από τη μάνα το θάνατο του αδερφού•
таить злобу κρύβω την κακία•
-мысль κρύβω τη σκέψη•
жизнь -ит много неожиданностей η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα.
1. κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου.2. (απο)κρύπτομαι• -
13 утаить
утаю, утаишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утанный βρ: -ан, -аена, -аеноρ.σ.μ.1. κρύβω, κρατώ μυστικό•утаить правду κρύβω την αλήθεια•
он -ит, что е любит αυτός το κρύβει ότι την αγαπάει.
|| κρύβω (έτσι που ναμη φαίνεται)•шило в мешке не -ишь παρμ. το σουβλί στο σακκί δεν κρύβεται, κανένακρυφό δε μένει μυστικό.
2. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι (κρυφά)• υφαρπάζω• υπεξαιρώ.κρύβομαι-αποκρύπτομαι. -
14 секрет
I.анат. το ενδόκριμα.II. (тайна) το μυστικό-ный μυστικός, απόρρητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > секрет
-
15 вверять
вверятьнесов ἐμπιστεύομαι:\вверять тайну кому-л. ἐμπιστεύομαι τό μυστικό σέ κάποιον. -
16 выбалтывать
выбалтыватьнесов διαδίδω, φλυαρώ, ἀκριτομυθῶ:\выбалтывать секрет μαρτυρώ, ἀφήνω νά μοῦ ξεφύγει μυστικό. -
17 выведывать
выведыватьнесов ζητώ νά μάθω, ψα-ρέβω κάποιον, μαθαίνω:\выведывать чьи́-л намерения ἐξετάζω τίς διαθέσεις κάποιου· \выведывать» секрет μαθαίνω τό μυστικό. -
18 выпытывать
выпытыватьнесов (что-л. у кого-л.) προσπαθώ (или ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω) νά μάθω:\выпытывать секрет προσπαθώ νά μάθω τό μυστικό. -
19 держать
держатьнесоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:\держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^ -
20 доверять
доверятьнесов1. (иметь доверие) ἔχω ἐμπιστοσύνηΜ, πιστεύω, ἐμπιστεύ· ομαι:не \доверять кому-л., чему́-л. δυσπιστώ, δέν ἐμπιστεύομαι·2. (поручать) ἐμπιστεύομαι, ἀναθέτω, ἐξουσιοδοτώ:\доверять получение денег ἐξουσιοδοτώ κάποιον νά παραλάβει χρήματα· ◊ \доверять тайну ἐμπιστεύομαι μυστικό.
См. также в других словарях:
μυστικό — το 1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό») 2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό τής επιτυχίας του δεν τό λέει σε κανέναν») 3. καθετί το απροσπέλαστο … Dictionary of Greek
μυστικό — το 1. αυτό που δεν πρέπει να φανερωθεί στους άλλους, που πρέπει να μείνει κρυφό, το απόρρητο: Φανέρωσε το μεγάλο της μυστικό την ώρα που ξεψυχούσε. 2. τρόπος, μέσο ενέργειας άγνωστο σε πολλούς: Ποιο είναι το μυστικό για έναν πετυχημένο γάμο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αποκαλύψεως, Ιππότες — Μυστικό τάγμα χριστιανών στη Ρώμη. Ιδρύθηκε το 1693 και διαλύθηκε έναν χρόνο αργότερα, μετά τη σύλληψη του ιδρυτή και αρχηγού του, Αγκοστίνο Γκαμπρίνο. Το τάγμα είχε σκοπό, σύμφωνα με τον ιδρυτή του, να υπερασπιστεί την εκκλησία από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
Mystiko — Μυστικό Single by Peggy Zina from the album Ena New Edition B sid … Wikipedia
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
μυστικότητα — η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek