μυστικός
1μυστικός — connected with the mysteries masc nom sg …
2μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …
3μυστικός — ή, ό 1. αυτός που δεν πρέπει να γνωστοποιηθεί στους άλλους, απόκρυφος, απόρρητος: Μυστική σύσκεψη. 2. αυτός που κρύβει τις σκέψεις του και τις πράξεις του: Μυστικός πράκτορας. 3. εχέμυθος: Είναι απόλυτα μυστικός άνθρωπος. 4. ο οπαδός του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μυστικός Δείπνος — Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός»… …
5μυστικά — μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc pl μυστικά̱ , μυστικός connected with the mysteries fem nom/voc/acc dual μυστικά̱ , μυστικός connected with the mysteries fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6μυστικώτερον — μυστικός connected with the mysteries adverbial comp μυστικός connected with the mysteries masc acc comp sg μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc comp sg …
7μυστικωτέρων — μυστικός connected with the mysteries fem gen comp pl μυστικός connected with the mysteries masc/neut gen comp pl …
8μυστικῶν — μυστικός connected with the mysteries fem gen pl μυστικός connected with the mysteries masc/neut gen pl …
9μυστικόν — μυστικός connected with the mysteries masc acc sg μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc sg …
10μυστικώτατα — μυστικός connected with the mysteries adverbial superl μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc superl pl …