μυστηρίς
1μυστηρίς — μυστηρίς, ίδος, ἡ (Α) ανώμ. θηλ. τού μυστηρικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήρ ιον + επίθημα ίς (πρβλ. βλιστηρ ίς, μαχαιρ ίς, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. *μυστήρ)] …
2μυστηρίδας — μυστηρίς fem acc pl …
3μυστηρολογώ — μυστηρολογῶ, έω (Μ) κρυφομιλώ, συνεννοούμαι μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *μυστηριολογώ < μυστήρ ιον + λογῶ*, εκτός και αν το α συνθετικό τής λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μυστήρ (πρβλ. μυστηρίς, μυστηρικός)] …