μυρἴον
1μυρίον — μῠρίον , μύρω flow fut part act masc voc sg (doric) μῠρίον , μύρω flow fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) μῡρίον , μυρίος numberless masc acc sg μῡρίον , μυρίος numberless neut nom/voc/acc sg …
2μύριον — μύ̱ριον , μυρίος numberless masc acc sg μύ̱ριον , μυρίος numberless neut nom/voc/acc sg …
3μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …
4ARATUS — I. ARATUS Cnidius, Historiam Aegypti scripsit. II. ARATUS Poeta Solensis, tempore Ptolemaei Philadelphi, in aula Antigoni Gonatae, fil. Demetrii Poliorcetae plerumque versatus. Scripsit, quae exstant φαινόμενα et Διοσήμεια, in quibus situm, motum …
5BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… …
6εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …