μυρό-βροχος

  • 1νειλόβροχος — νειλόβροχος, ον (Α) (για χώρα ή αγρό) αυτός που ποτίζεται από τον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + βροχος (< βροχή ή βρέχω) πρβλ. ελαιό βροχος, μυρό βροχος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ποντόβροχος — ον, Α αυτός που πνίγηκε στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + βροχος (< βρέχω), πρβλ. μυρό βροχος] …

    Dictionary of Greek