μυρσίνη τὸ φυτόν

  • 1άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …

    Dictionary of Greek

  • 2σκόρνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κόρνος*] …

    Dictionary of Greek