μυρρίς
1μυρρίς — sweet cicely fem nom sg …
2μυρρίς — η (Α μυρρίς και μυρίς) αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)] …
3μυρρίδος — μυρρίς sweet cicely fem gen sg …
4μυρίς — μυρίς, ἡ (Α) 1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη 2. μυρρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα ίς, ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ επίδραση τού μύρον] …
5MYRINES seu MYRRHINES — Graece Μυρίνης οἶος, vinum Graecis dictum est, temperatum unguentô, vel cui superinfundebatur unguentum, ὁ μύρῳ κεκραμένος,idem cum murrhina Latinorum. Nam inter dulcia murrinam numerant prisci Comici Latidi. Plautus in Pseudolo, Act. 2. sc. 4.… …
6MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …
7μυρόνι — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον ή < μυρρίς] …
8μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… …
9smârd — SMÂRD, Ă, smârzi, de, adj. (reg.; despre oameni) Murdar; scârbos. – Din sl. smrŭdŭ. Trimis de IoanSoleriu, 25.07.2004. Sursa: DEX 98 SMÂRD adj. v. jegos, mânjit, murdar, negru, nespălat, pătat, răpănos, slinos, soios. Trimis de siveco,… …