μυρμηκοειδής
1μυρμηκοειδής — μυρμηκοειδής, ές (ΑΜ) αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος + ειδής*] …
2μυρμηκοειδῆ — μυρμηκοειδής like an ant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυρμηκοειδής like an ant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυρμηκοειδής like an ant masc/fem acc sg (attic epic doric) …
3μυρμηκοειδές — μυρμηκοειδής like an ant masc/fem voc sg μυρμηκοειδής like an ant neut nom/voc/acc sg …
4μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… …