μυριάκις

  • 21μυριακισμυριοστός — μυριακισμυριοστός, ή, όν (Α) ο εκατοντάκις εκατομμυριοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριάκις + μυριοστός] …

    Dictionary of Greek

  • 22μυριομέγας — μυριομέγας, ὁ (Α) πάρα πολύ μεγάλος, μυριάκις μέγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μέγας] …

    Dictionary of Greek

  • 23μυριοντάκις — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μυριάκις». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + επιρρμ. κατάλ. άκις με επίδραση τού ἑκατοντάκις] …

    Dictionary of Greek

  • 24φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… …

    Dictionary of Greek

  • 25ԲԻՐՏ — (բրտի.) NBH 1 490 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 13c ա. Անհարթ եւ կարծր իբրեւ զբիր. ուղղաբերձ եւ անթեքելի որպէս զփայտ. պիրկ. ... *Գաւազանն Մովսեսի բրտացեալ՝ օձաձեւ կամակոր էր ... որ զբիրտ ցուպն ʼի շնչաւորութիւն կենդանացուցեալ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 26ԲԻՒՐԻՆ — (ինք.) NBH 1 491 Chronological Sequence: Unknown date μυρία Բիւրային, բիւրաւոր. բիւրք. *Բիւրին տնանկութեամբ եմ վասն պաշտմանն Աստուծոյ: Բազում ապականութիւնս հրով եւ ջրով՝ մեծագոյնս եւ բիւրինս: Բիւրինս հիւանդութիւնս ցաւաբերս. Պղատ. ստէպ: մ.ա.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)