μυριόφυλλον
1μυριόφυλλον — Myriophyllum spicatum neut nom/voc/acc sg …
2μυριοφύλλου — μυριόφυλλον Myriophyllum spicatum neut gen sg …
3μυριόφυλλο — το (Α μυριόφυλλον) νεοελλ. βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, τής οικογένειας αλοραγίδες αρχ. μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φύλλον] …
4αλοραγίδες — (haloragaceae). Οικογένεια δικότυλων φυτών με 160 είδη που κατατάσσονται σε 5 γένη. Ανήκει στην τάξη μυρτώδη. Περιλαμβάνει ποώδη φυτά, τα περισσότερα υδρόφιλα. Τα φύλλα τους είναι πετροσχιδή ή πλατιά, μεγάλων διαστάσεων. Τα άνθη τους είναι… …