-
1 μυρίζω
[миризо]ρ. (μτβ.) нюхать, чуять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυρίζω
-
2 пахнуть
пахнуть μυρίζω· μοσχοβολώ (благоухать)' плохо \пахнуть μυρίζω άσχημα* * *μυρίζω; μοσχοβολώ ( благоухать)пло́хо па́хнуть — μυρίζω άσχημα
-
3 пахиуть
пахи||утьнесов μυρίζω (άμετ.):хорошо \пахиуть εὐωδιάζω, μυρίζω ὠραία· плохо \пахиуть μυρίζω ἀσχημα, βρωμῶ· ◊ \пахиутьет порохом μυρίζει μπαροῦτι· знаешь чем э́то \пахиутьет? разг ξέρεις τί συνέπειες θά ἔχει αὐτό; -
4 нанюхать
ρ.σ. μυρίζω, οσφραίνομαι.μυρίζω, οσφραίνομαι (πολύ, αρκετά). || εισπνέω•нанюхать эфира μυρίζω τον αιθέρα.
-
5 нюхать
ρ.σ.μ.1. οσφραίνομαι, μυρίζω•цветок, духи μυρίζω το λουλούδι, τα αρώματα•
нюхать воздух μυρίζω τον αέρα.
|| ρουφώ με τη μύτη• τραβώ πρέζα.2. μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω.εκφρ.пороху не -ал – είναι άκαπνος (απειροπόλεμος). -
6 продушить
-душу, -душишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продушенный, βρ: -шен, -а, -о κ. продушенный-шен, -шена, -шеноρ.σ.μ. μυρίζω•продушить вся комната -шена духами όλο το δωμάτιο μύρισε από αρώματα.
μυρίζω•весь -йлся табаком μύρισε όλος από τσιγάρο•
продушить йодом μυρίζω ιώδιο.
-
7 нюхать
-
8 пропахнуть
пропахнутьсов ἀναδίνω μυρωδιά, μυρίζω:\пропахнуть дымом μυρίζω καπνίλα.· -
9 продымить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продымленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.καπνίζω, γεμίζω καπνό• μυρίζω καπνό.καπνίζομαι μυρίζω από καπνίλα. -
10 пропахнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. пропах, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропахший κ. пропахнувший ρ.σ.1. μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή.2. μυρίζω άσχημα. βρωμώ•мясо -ло το κρέας μύρισε•
рыба -ла το ψάρι χάλασε.
-
11 слышать
1. (различать, воспринимать слухом, обладать слухом) ακούω 2. (иметь какие-л. сведения, знать) ακούω, μαθαίνωπληροφορούμαι3. (распознавать путем ощущения) αισθάνομαικαταλαβαίνω- запах - την οσμή/μυρωδιά, μυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слышать
-
12 запахнуть
запах||нуть Iсов ἀρχίζω νά μυρίζω:чем-то \запахнутьло κάτι μυρίζει.запахнуть IIсов см. запахивать Н.\запахнутьси см. запахиваться. -
13 неприятно
неприятн||о1. нареч ἄσχημα, δυσάρεστα:\неприятно пахнуть μυρίζω ἄσχημα·2. предик безл εἶναι δυσάρεστο:мне было \неприятно μοῦ ήταν δυσάρεστο. -
14 обнюхать
обнюхатьсов, обнюхивать несов ὀσ-φραίνομαι, μυρίζω. -
15 обонять
обоня||тьнесов ὀσφραίνομαι, μυρίζω, παίρνω μυρωδιά. -
16 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
17 плесень
плесеньж ἡ μοῦχλα, ὁ εὐρώς:пахнуть \плесенью μυρίζω μοῦχλα· покрываться \плесенью μουχλιάζω, εὐρωτιώ. -
18 обнюхивать
[αμπνγιούχιβατ'] ρ. μυρίζω -
19 обнюхивать
[αμπνγιούχιβατ'] ρ μυρίζω -
20 вынюхать
ρ.σ.μ.(απλ.) ψάχνω όσφραίνοντας, όσφραίνομαι, οσμώ, μυρίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μυρίζω — rub with ointment pres subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζω — μυρίζω, μύρισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. μυρίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμυρισμένα — μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζῃ — μυρίζω rub with ointment pres subj mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres ind mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσει — μυρίζω rub with ointment aor subj act 3rd sg (epic) μυρίζω rub with ointment fut ind mid 2nd sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσω — μυρίζω rub with ointment aor subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 1st sg μυρίζω rub with ointment aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμέναι — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc pl μεμυρισμένᾱͅ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμένον — μυρίζω rub with ointment perf part mp masc acc sg μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμυρισμένων — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem gen pl μυρίζω rub with ointment perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)