μυξῖνος
1μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] …
2μυξῖνος — slime fish masc nom sg …
3μυξῖνοι — μυξῖνος slime fish masc nom/voc pl …
4μυξῖνον — μυξῖνος slime fish masc acc sg …
5μυξίνη — και μυξίνα, η ζωολ. γένος θαλάσσιων κυκλόστομων αγνάθων τής οικογένειας myxinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myxine (< μυξίνος* < μύξα). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] …
6μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …
7μυξίνου — μυξί̱νου , μυξῖνος slime fish masc gen sg …
8μυξίνους — μυξί̱νους , μυξῖνος slime fish masc acc pl …
9meug-2, meuk- — meug 2, meuk English meaning: to slide, slip Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten” Note: also with anlaut. s Material: A.… …