μυνδός
1μυνδός — μυνδός, όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος, μουγγός 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος ἄφωνος... ἢ ἐνεός καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός] …
2μυνδός — dumb masc/fem nom sg …
3Μύνδος — masc nom sg …
4μυνδοῦ — μυνδός dumb masc/fem/neut gen sg …
5μυνδότεροι — μυνδός dumb masc nom/voc comp pl …
6Μύνδον — Μύνδος masc acc sg …
7Μύνδου — Μύνδος masc gen sg …
8Μύνδων — Μύνδος masc gen pl …
9Μύνδῳ — Μύνδος masc dat sg …
10μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… …
Страницы
- 1
- 2