μυλακρίς
1μυλακρίς — και μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους 2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» μυλόπετρα, μυλίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αμπελ ίς, μηλ ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς …
2μυλακρίς — millstone fem nom sg …
3μυλακρίδα — μυλακρίς millstone fem acc sg …
4μυλακρίδας — μυλακρίς millstone fem acc pl …
5μυλακρίδες — μυλακρίς millstone fem nom/voc pl …
6μυλαβρίς — μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυλακρίς …