μυιο-σόβη

  • 1υδροσόβη — η, Ν επίμηκες τεμάχιο ξύλου που τοποθετείται υπό γωνία στο κάτω τμήμα τών φύλλων πόρτας ή παραθύρου για να παρεμποδίζεται έτσι η εισροή τών νερών τής βροχής, κν. νεροδιώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σόβη (< σοβώ «απομακρύνω, διώχνω»), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek