μυγμός
1μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… …
2μυγμός — utterance of the sound masc nom sg …
3μυγμοῖς — μυγμός utterance of the sound masc dat pl …
4μυγμοί — μυγμός utterance of the sound masc nom/voc pl …
5μυγμοῦ — μυγμός utterance of the sound masc gen sg …
6μυγμούς — μυγμός utterance of the sound masc acc pl …
7μυγμῶν — μυγμός utterance of the sound masc gen pl …
8μυγμῷ — μυγμός utterance of the sound masc dat sg …
9μυγμόν — μυγμός utterance of the sound masc acc sg …
10μυγμή — μυγμή, ἡ (Μ) μυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυγμός*, με αλλαγή γένους] …
- 1
- 2