μπόρες
1μπόρα — η (λ. βενετ.) 1. αιφνιδιαστική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγη ώρα, καταιγίδα: Η καλοκαιριάτικη μπόρα δρόσισε την πόλη. 2. μτφ., συμφορά, αντιξοότητα της ζωής: Πέρασε μεγάλες μπόρες αλλά κατάφερε να ορθοποδήσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)