Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μποὐρδες

См. также в других словарях:

  • πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… …   Dictionary of Greek

  • μπούρδα — η (λ. ιταλ.), ανόητη κουβέντα, σαχλαμάρα, ψευτιά: Άρχισε τις μπούρδες, και το κοινό τον αποδοκίμασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»