-
1 враки
врак πλθ. ψέματα, ψευτιές• ανοησίες, μπούρδες, επινοήσεις. -
2 врать
вру, врёшь, παρλθ. χρ. врал, -ла, -ло, ρ.δ.μ. κ. αμ.1. ψεύδομαι, ψευδολογώ, ψευτολογώ, ψεματίζω, λέγω ψέματα.2. λέγω ανοησίες, μπούρδες, παπαρδέλες. -
3 всмятку
επίρ.μελάτο, -τα•сварить яйца -βράζω αυγά μελάτα.
εκφρ.сапоги всмятку – (απλ.) ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες, παπαρδέλες. -
4 ерундить
-ит. ρ.δ. (απλ.) λέγω ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες. -
5 ляпнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. λέγω μπούρδες, αεροκοπανίζω•ляпнуть глупости λέγω ανοησίες.
2. χτυπώ δυνατά• • в ухо χτυπώ δυνατά στο αυτί•-и его как следует δείρε τον, όπως του χρειάζεται.
1. πέφτω, κάνω μπλούμ•-в грязь πέφτω στη λάσπη.
2. χτυπώ. -
6 наерундить
-ишь ρ.σ. (απλ.) λέγω πολλές ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες. -
7 пустозвонить
ρ.δ. αερολογώ, κενολογώ, αεροκοπαν ίζω, λέγω μπούρδες, παπαρδέλες• μεγαλορρημονώ. -
8 пустозвонство
-а ουδ.αερολογήματα, αεροκουβέντες, μπούρδες, παπαρδέλες, σαπουνόφουσκες• μεγαλορρημοσύνη. -
9 пустословить
-влго, -вишьρ.δ.αερολογώ, αεροκοπανίζω, κενολογώ, λέγω μπούρδες, παπαρδέλες. -
10 тары-бары
тары да бар, тары-бары тары-бары растабары άκλ. πλθ. (απλ.)μπούρδες, παπαρδέλες, αρλούμπες, άρες–νάρες–κουκουνάρες. -
11 турусы
-ов πλθ. (συνήθως με τις λέξεις «на колёсах»)φλυαρία• αεροκουβέντες, αερολογίες, ανοησίες• παραμύθια, μυθεύματα, μπούρδες. -
12 шалтай-болтай
α. άκλ. (απλ.).1. αρλούμπες, μπούρδες, παπαρδέλες, αερολογίες.2. επίρ. στα χαμένα, άσκοπα• μάταια.
См. также в других словарях:
πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… … Dictionary of Greek
μπούρδα — η (λ. ιταλ.), ανόητη κουβέντα, σαχλαμάρα, ψευτιά: Άρχισε τις μπούρδες, και το κοινό τον αποδοκίμασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)