μποϊκοτάρω
1μποϊκοτάρω — μποϊκοτάρω, μποϊκοτάρισα βλ. πίν. 55 …
2μποϊκοτάρω — και μποϋκοτάρω κάνω μποϊκοτάζ εναντίον κάποιου, ενεργώ οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. boycott + κατάλ. άρω] …
3μποϊκοτάρω — μποϊκόταρα και μποϊκοτάρισα 1. κάνω μποϊκοτάζ. 2. αρνούμαι να κάνω ή να υποστηρίξω κάτι: Μποϊκοτάρει τις αποφάσεις των ανωτέρων του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μποϊκοτάρισμα — και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω] το μποϊκοτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. ισμα] …
5μποϋκοτάρω — βλ. μποϊκοτάρω …