Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μπιζέλια

  • 1 горох

    горох м το μπιζέλι' η μπιζελιά (растение)
    * * *
    м
    το μπιζέλι; η μπιζελιά ( растение)

    Русско-греческий словарь > горох

  • 2 горошек

    горошек м το (φρέσκο) μπιζέλι зелёный \горошек τα φρέσκα μπιζέλια, ο αρακάς души стый \горошек το μοσχομπίζελο
    * * *
    м
    το (φρέσκο) μπιζέλι

    зелёный горо́шек — τα φρέσκα μπιζέλια, ο αρακάς

    души́стый горо́шек — το μοσχομπίζελο

    Русско-греческий словарь > горошек

  • 3 горошек

    -шка (-шку) α.
    1. μπιζελάκι•

    душистый горошек μοσχομπίζελο•

    зеленный горошек χλωρά (φρέσκα) μπιζέλια.

    2. ύφασμα στικτό σαν μπιζέλια.

    Большой русско-греческий словарь > горошек

  • 4 гороховый

    горох||овый
    прил ἀπό μπιζέλια, ἀπό ρεβίθια, ρεβιθένιος:
    \гороховыйовый суп ἡ ρεβιθόσουπα, ἡ μπιζελόσουπα1 ◊ чу́чело \гороховыйовое разг τό σκιάχτρο· шут \гороховыйовый разг ὁ σαχλαμάρας.

    Русско-новогреческий словарь > гороховый

  • 5 горошек

    горош||ек
    м τό μπιζέλι:
    душистый \горошек бот. τό εὐώδες πίσον, τό μοσχομπίζελο· зеленый \горошек τά φρέσκα μπιζέλια.

    Русско-новогреческий словарь > горошек

  • 6 горох

    -а (-у) α. μπιζελιά. || μπιζέλι, αρακάς.
    εκφρ.
    как об стену ή в стену, от стены горох – στου κωφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (αδύνατο να επιδράσεις)•
    при царе горохе – προ αμνημονεύτων χρόνων, τον καιρό του Νωε•
    -ом сыпать, сыпатьсяκ.τ.τ. φλυαρώ πολύ, σαν το πολυβόλο πάει η γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > горох

  • 7 гороховина

    θ.
    η μπιζελιά.

    Большой русско-греческий словарь > гороховина

  • 8 гороховица

    θ.
    σούπα μπιζέλια.

    Большой русско-греческий словарь > гороховица

  • 9 гороховый

    επ.
    του μπιζελιού• από μπιζέλι, μπιζελίσιος•

    гороховый стебель το στέλεχος της μπιζελιάς•

    гороховый суп σούπα μπιζέλια.

    || πρασινωπός, χρώμα μπιζελιού.
    εκφρ.
    чучело -ое ή шут - – α) ο γελοία ντυμένος, β) περιγέλαστος, ανεκδιήγητος, σάχλας, σαχλαμάρας.

    Большой русско-греческий словарь > гороховый

  • 10 лущить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лущённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.δ. μ.
    1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, εκκοκκίζω• απολεπίζω•

    лущить горох εκκοκκίζω μπιζέλια•

    лущить кукурузу ξεφλουδίζω καλαμπόκι•

    лущить семечки ξεφλούδιζα) σπόρια.

    2. τσουγκράν ίζω (χώμα).
    ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι, εκκοκκίζομαι,• απολεπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лущить

  • 11 прорастить

    ρ.σ.μ. κάνω να βγάλει φύτρες•

    -горох перед посадкой μουσκεύω τα μπιζέλια να βγάλουν φύτρες πριν τη σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > прорастить

  • 12 чистить

    чищу, чистишь, παθ. μτχ. чищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    чистить дно канала καθαρίζω το βυθό της διώρυγας•

    чистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•

    чистить себе уши καθαρίζω τ αυτιά, μου•

    чистить ногти καθαρίζω τα νύχια•

    чистить щткой καθαρίζω με τη βούρτσα (βουρτσίζω)•

    чистить зубы щткой καθαρίζω τα δόντια με την οδοντόβουρτσα•

    чистить лошадь скребницей ζυστρίζω το άλογο.

    || λουστρίζω•

    чистить сапоги λουστρίζω τις μπότες.

    2. αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω•

    чистить фрукты καθαρίζω τα φρούτα.

    || εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω•

    чистить горошек ξεκοκκίζω τα μπιζέλια.

    || αφαιρώ το τσόφλι, ξετσοφλίζω•

    чистить яйцо ξετσοφλίζω το αυγό•

    чистить чешуго απολεπίζω•

    чистить перья μαδίζω•

    чистить внутренностей αφαιρώ (βγάζω) τα εντόσθια (ξεκοιλιάζω).

    3. μτφ. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση, εξυγίανση•

    чистить партию κάνω εκκαθάριση στο κόμμα•

    чистить государственный аппарат κάνω εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού.

    4. μτφ. κατακλέβω, λεηλατώ, απογυμνώνω.
    5. μαλώνω,βρίζω, ξετινάζω. || χτυπώ, δέρνω.
    καθαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > чистить

См. также в других словарях:

  • μπιζελιά — η [μπιζέλι] το φυτό πίσο το ήμερο …   Dictionary of Greek

  • μπιζελιά — η (λ. ιταλ.), το ποώδες φυτό Πίσο το εδώδιμο ή το ήμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • βρουχίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Οι β., που είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία μαμούνια, επιφέρουν μεγάλες βλάβες στις καλλιέργειες, ιδιαίτερα των ψυχανθών (μπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια, κουκιά, φακές) και των κτηνοτροφικών φυτών (τριφύλλι κ.ά.),… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …   Dictionary of Greek

  • βουτυράτος — η, ο 1. αυτός που περιέχει βούτυρο («βουτυράτος μπακλαβάς», «βουτυράτα παξιμάδια» κ.λπ.) 2. εύχυμος και μαλακός σαν βούτυρο («αχλάδια βουτυράτα», «μπιζέλια βουτυράτα») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»