μπερδεύω
41θαλασσώνω — θαλάσσωσα, θαλασσώθηκα, θαλασσωμένος 1. δεν πετυχαίνω κάτι από αδεξιότητα: Τα θαλάσσωσες πάλι. – Ο γιος του τα θαλάσσωσε στην αριθμητική. 2. μπερδεύω: Θαλάσσωσε τα λόγια του από το μεθύσι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43μπουρδουκλώνω — μπουρδούκλωσα, μπουρδουκλώθηκα, μπουρδουκλωμένος, μπερδεύω, ανακατώνω: Με μπουρδούκλωσε και δέχτηκα να βγω μαζί του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45συγχέω — συγκεχυμένος, μπερδεύω: Συγχέει αυτά τα δύο ονόματα. – Η κατάσταση είναι ακόμη συγκεχυμένη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46συγχύζω — και συχύζω σύ(γ)χυσα, συ(γ)χύστηκα, συγχυσμένος 1. συσκοτίζω, μπερδεύω: Αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα τα συγχύζει περισσότερο. 2. ανακατώνω ψυχικά, εκνευρίζω: Πάλι με σύγχυσες σήμερα με τις ανοησίες σου. – Συγχύστηκε απ αυτά που του είπα κι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)