μπερδεύω

  • 21καταμπλέκω — 1. μπερδεύω κάτι τελείως 2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση») 3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση …

    Dictionary of Greek

  • 22μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 23μπερδένω — (Μ μπερδένω) βλ. μπερδεύω …

    Dictionary of Greek

  • 24μπερδέσης — ο, θηλ. ω ο μπερδευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω + κατάλ. σης) …

    Dictionary of Greek

  • 25μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 26μπερδευτής — ο, θηλ. μπερδεύτρα [μπερδεύω] αυτός που επιφέρει μπέρδεμα …

    Dictionary of Greek

  • 27μπερδεψιά — η μπέρδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. μπέρδεψ α τού μπερδεύω + κατάλ. ιά] …

    Dictionary of Greek

  • 28μπερδεψοδουλειά — η 1. υπόθεση ή περίπτωση περιπεπλεγμένη τής οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση 2. μτφ. ύποπτη επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω (αόρ. μπέρδεψα) + δουλειά] …

    Dictionary of Greek

  • 29μπερδουκλώνω — (Μ μπερδουκλώνω) μπουρδουκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών μπερδεύω + μσν. μποδουκλώνω (< πεδοκλώνω < πεδικλώνω < πέδικλον)] …

    Dictionary of Greek

  • 30μπλάζω — μπλέκω, εμπλέκω, μπερδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάζω] …

    Dictionary of Greek