μπερδεύω
11αναφύρω — (Α ἀναφύρω) [φύρω] 1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω 2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω …
12ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …
13απαιολώ — ἀπαιολῶ ( άω ή έω) (Α) περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αιολώ «ποικίλλω»] …
14εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω …
15ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… …
16επιπλέκω — (Α ἐπιπλέκω) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω νεοελλ. (για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω αρχ. 1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας 2. δένω, δεσμεύω 3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.) 3.… …
17επισυνδέω — ἐπισυνδέω (Α) 1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα») 2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.) 3. συναρμόζω, συνταιριάζω 4. μέσ. ἐπισυνδέομαι βρίσκομαι σε στενή σχέση …
18επισφίγγω — ἐπισφίγγω (AM) σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά μσν. μέσ. ἐπισφίγγομαι διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι αρχ. 1. σφιχταγκαλιάζω 2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.) 3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω …
19θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… …
20καταμπερδαίνω — βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μπερδαίνω «μπερδεύω»] …