-
1 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
2 ванна
ванна ж в разн. знач. το λουτρό, το μπάνιο· η μπανιέ ρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)· принять \ваннау κάνω μπάνιο, солнечные \ваннаы τα ηλιόλου τρα· воздушные \ваннаы τααερο λουτρα· грязевые \ваннаы τα λασπόλουτρα· морские \ваннаы τα θαλασσινά μπάνια* * *ж в разн. знач.το λουτρό, το μπάνιο; η μπανιέρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο
со́лнечные ва́нны — τα ηλιόλουτρα
возду́шные ва́нны — τα αερόλουτρα
грязевы́е ва́нны — τα λασπόλουτρα
морски́е ва́нны — τα θαλασσινά μπάνια
-
3 ванна
ванн||аж1. (сосуд) τό μπάνιο, ὁ λουτήρας, ἡ μπανιέρα;2. (купание) τό μπάνιο, τό λούσιμο, τό λουτρό:принять \ваннау κάμνω λουτρό, κάνω μπάνιο;3. (лечение) ἡ λουτροθεραπεία, τά λουτρά:воздушные \ваннаы τά ἀερόλουτρα; солнечные \ваннаы τά ἡλιόλουτρα, ἡ ἡλιοθεραπεία; морские \ваннаы τά θαλασσιά (θαλασσινά) λουτρά (или μπάνια). -
4 ванная
ванн||аяж τό δωμάτιο τοῦ λουτροῦ, ἡ μπανιέρα, τό μπάνιο. -
5 ванночка
ванночкаж1. уменыи. ἡ παιδική μπανιέρα;2. фото ἡ λεκάνη. -
6 ванна
-ы θ.1. λουτήρας, μπανιέρα• λουτροκαμπινέ. || λεκάνη.2. μπάνιο (θεραπευτικό)•ножная - ποδόλουτρο•
солнечная - ηλιόλουτρο•
воздушная - αερόλουτρο•
лечебные -ы ιαματικά λουτρά (θερμών υδάτων)•
принять -у παίρνω το λουτρό•
грязевая - ιλυόλουτρο.
-
7 лезть
лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•
лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.
|| κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.
3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
4. βάζω το χέρι•лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.
5. εισχωρώ, μπαίνω•гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.
6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.
9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.
10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).εκφρ.лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος. -
8 накупать
ρ.δ.βλ. накупить(ся).накупать 2ρ.σ.μ.λούζω πολύ•накупать детей в ва-не κάνω μπάνιο τα παιδιά στη μπανιέρα.
κάνω πολύ μπάνιο. -
9 напустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•
напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•
собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.
|| επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.
2. κατεβάζω, χαμηλώνω•напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.
3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•
напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•
напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.
4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.
|| παρακινώ, προτρέπω.5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.). -
10 распарить
ρ.σ.μ.1. μαλακώνω στον ατμό ή στο ζεστό νερό.2. ζεσταίνω, θερμαίνω σε ζεστό νερό, στη μπανιέρα.3. ζεσταίνω, θερμαίνω μέχρι ιδρώτα.1. μαλακώνω (σε ατμό ή σε ζεστό νερό).2. ζεσταίνομαι μέχρι ιδρώτα.
См. также в других словарях:
μπανιέρα — η 1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας 2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φρουτ ιέρα)] … Dictionary of Greek
μπανιέρα — η (λ. ιταλ.), η λεκάνη όπου κάνουμε μπάνιο, ο λουτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του … Dictionary of Greek
αργυρότοιχος — ἀργυρότοιχος, ον (Α) αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.) … Dictionary of Greek
ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… … Dictionary of Greek
δροίτη — δροίτη, η (Α) 1. λουτήρας, ξύλινη μπανιέρα, σκάφη 2. κούνια, λίκνο 3. φέρετρο, νεκροθήκη 4. είδος όρχησης … Dictionary of Greek
εμβατός — ἐμβατός, όν και ἐμβατός, ή, όν (AM) αρχ. διαβατός, πορεύσιμος μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐμβατή λεκάνη λουτρού, μπανιέρα … Dictionary of Greek
κατασαμινθεύω — (Α) βάζω σε λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ασαμινθεύω (< ἀσάμινθος «μπανιέρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο … Dictionary of Greek
πλυνός — ο, Ν [πλύνω] ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος τού πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους αρχ. 1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων 2. λουτήρας, μπανιέρα 3. θέση, χώρος … Dictionary of Greek