μοῖρις
1μοιρίς — divided fem nom sg …
2Μοῖρις — fem nom sg …
3μοιρίς — I (Αμενεμχάτ Γ’). Αιγύπτιος φαραώ της 12ης δυναστείας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν ο κατασκευαστής της τεχνητής λίμνης Μοίριδας στην όαση του Φαγιούμ. II Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γεωμέτρης που έζησε πριν από τον Πυθαγόρα (6ος …
4Αίλιος Μοίρις ο Αττικιστής — (2ος αι. μ.Χ.). Έλληνας γραμματικός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Έγραψε λεξικό της αττικής διαλέκτου …
5μοιρίδα — μοιρίς divided fem acc sg …
6μοιρίδος — μοιρίς divided fem gen sg …
7Μοῖρι — Μοῖρις fem voc sg …
8Μοῖριν — Μοῖρις fem acc sg …
9Μοίρη — Μοῖρις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
10Μοίριος — Μοῖρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
Страницы
- 1
- 2