μοῖος
1μοίος — μοῑος και μοιός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμοῖος* με σίγηση τού σ(πρβλ. σμικρός: μικρός)] …
2ипоме́я — и, ж. Вьющееся травянистое или кустарниковое растение сем. вьюнковых, с крупными воронкообразными цветками. Все цветы ипомеи открывались сразу, на глазах, и первое время быстро шевелили прозрачными лепестками. Паустовский, Героический юго восток …
3μοιόν — μοιόν, τὸ (Α) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το μοῖος*] …
4σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] …