μούσῃς
1Μούσης — Μοῦσα music fem gen sg (attic epic ionic) …
2μούσης — μού̱σης , Μοῦσα music fem gen sg (attic epic ionic) …
3Μούσῃς — Μοῦσα music fem dat pl (epic) …
4μούσῃς — μού̱σῃς , Μοῦσα music fem dat pl (epic) …
5Kalimeri — Lizeta Kalimeri (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο… …
6Lizeta Kalimeri — (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της… …
7επιχώριος — α, ο (AM ἐπιχώριος, ον και ος, α, ον) 1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)… …
8ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] …
9λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή …
10πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …
- 1
- 2