-
1 мох
-
2 мох
бот. το βρύο, το μούσκλοторфяной - η βρυοτύρφη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мох
-
3 мох
мохм τό βρύο[ν], τό μοῦσκλο:поросший мхом βρυώδης, σκεπασμένος μέ βρύα. -
4 мох
[μόχ] ουσ. α. μούσκλο -
5 мох
[μόχ] ουσ. α. μούσκλο -
6 мох
[μόχ] ουσ α μούσκλο -
7 мох
[μόχ] ουσ α μούσκλο -
8 мох
мха κ. моха, προθτ. о мхе κ. о мохе, во мху, на мху, πλθ. мхи α. μούσκλο, βρύο.εκφρ.-ом обрасти (зарасти, покрыться – κ.τ.τ.) μουχλιάζω, είμαι αδρανής, ψόφιος.
См. также в других словарях:
μούσκλο — το το βρύο, το μούσκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζωλιτμίνη — η Χημ. καστανοκόκκινη αζωτούχα χρωστική ουσία που μάλλον αποτελεί την κύρια ουσία τού ηλιοτροπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azolimin, νόθο σύνθ. < azo (< azote, πρβλ. άζωτο + litm < litmus, λ. σκανδιναβικής… … Dictionary of Greek
μούσκλι — και μούσκλο και μούσκουλο, το και μούσκουλη, η ονομασία διαφόρων ειδών βρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούσκλ ιον < μούσκλη < *μούσκλος < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»] … Dictionary of Greek
βρύο — το χνουδωτό φυτό που ευδοκιμεί σε υγρά και σκιερά μέρη, μούσκλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούσκλι — το το μούσκλο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)