μούνιος

  • 1μονιός — μονιός, ιόν (ΑΜ,Α ιων. τ. μούνιος, ιον) [μόνος] 1. (για τα αρσενικά ζώα) αυτός που έχει αποχωριστεί από την αγέλη, απομονωμένος, μόνος 2. άγριος, θηριώδης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονιός ο αγριόχοιρος, ο οποίος ζει μόνος του …

    Dictionary of Greek

  • 2Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …

    Dictionary of Greek