μοψ-

  • 1μοψ — (mops). Ράτσα σκυλιών συντροφιάς, αβέβαιης προέλευσης, που ανήκει στην ομάδα των μολοσσοειδών. Το ύψος του έως το ακρώμιο δεν υπερβαίνει τα 32 εκ. και ζυγίζει 7 κιλά περίπου· έχει κορμό βραχύ, κεφάλι μεγάλο με κοντό ρύγχος, προγναθική οδοντοφυΐα… …

    Dictionary of Greek

  • 2σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… …

    Dictionary of Greek