μου είπε

  • 71καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 72καταψηλαφώ — καταψηλαφῶ, άω (AM) 1. ψηλαφώ προσεκτικά, επιμελώς («ταῡτα εἶπε καταψηλαφήσασά μου τὰ ὦτα καὶ τὸ λοιπὸν δέρμα», Λουκιαν.) 2. μτφ. αναζητώ 3. ερευνώ με επιμέλεια 4. δοκιμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 73λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …

    Dictionary of Greek

  • 74πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά …

    Dictionary of Greek

  • 75σπόντα — η, Ν 1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου 2. υπαινιγμός, συν. καυστικός 3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίου β) «από σπόντα» …

    Dictionary of Greek

  • 76στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… …

    Dictionary of Greek

  • 77συμπεριλαμβάνω — ΝΜΑ [περιλαμβάνω] περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.) αρχ. 1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω… …

    Dictionary of Greek

  • 78τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …

    Dictionary of Greek

  • 79Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …

    Dictionary of Greek

  • 80Ντελίμπ, Λεό — (Leo Delibes, Σεν Ζερμέν ντι Βαλ 1836 – Παρίσι 1891). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου αργότερα κατέλαβε την έδρα της Σύνθεσης. Η ποικίλη παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν στα τρία… …

    Dictionary of Greek