μου είπε
21απροκάλυπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κάλυμμα μπροστά του, ακάλυπτος. 2. ανεπιφύλακτος, ξεκάθαρος: Μου είπε απροκάλυπτα ότι δε θα πρέπει να περιμένουμε από εκείνον καμιάν υποστήριξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22διώξιμο — το αποπομπή, κατατρεγμός, εκδίωξη: Μου είπε ότι τον έχουν για διώξιμο από τη δουλειά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23εξήγηση — η 1. καθορισμός αιτίας και αποτελέσματος, αιτιολόγηση, ερμηνεία, διασάφηση: Εξήγηση για το ουράνιο τόξο. 2. ορισμός της έννοιας μιας λέξης με συνώνυμα. 3. μετάφραση. 4. στον πληθ. εξηγήσεις δικαιολογίες, διασαφήσεις, έκφραση συγγνώμης: Του ζήτησα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24μετέωρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που αιωρείται: Τρόμαξα που τον είδα μετέωρο στο κενό. 2. μτφ., αναποφάσιστος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος: Έμεινα μετέωρος μέχρι να καταλάβω τι μου είπε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25μπαρουτιάζω — μπαρούτιασα, μπαρουτιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον: Με μπαρούτιασε η αφέλειά του. 2. αμτβ., θυμώνω, εκνευρίζομαι υπερβολικά, εξοργίζομαι: Μπαρούτιασα με όσα μου είπε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26συστολή — η 1. περιορισμός της έκτασης ή του όγκου κάποιου πράγματος: Τα μέταλλα με το κρύο παθαίνουν συστολή. 2. το να ντρέπεται κάποιος, σεμνή διστακτικότητα: Χωρίς συστολή μου είπε ένα σωρό ψέματα. 3. (γραμμ.), τροπή ενός μακρόχρονου φωνήεντος σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
27τέτοιος, -οια, -οιο — δεικτική αντων. 1. αυτού του είδους: Τέτοιο ζώο δεν ξαναείδα. 2. τάδε, ο, η, το (βλ. λ.): Μου είπε ο τέτοιος, πες τον ντε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
28τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
29υποπτεύομαι — υποπτεύθηκα 1. υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες: Υποπτεύομαι ότι μου είπε ψέματα. 2. θεωρώ κάποιον ύποπτο: Υποπτεύεται τη γυναίκα του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
30Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …