μουσῖον
1μουσίον — μουσίον, τὸ (Μ) βλ. μουσείο …
2мусиа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. μουσίον) мозаика …
3μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… …
4μουσιάριος — μουσιάριος, ὁ (Μ) κατασκευαστής μωσαϊκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άριος (πρβλ. μεταξ άριος)] …
5μουσιάτωρ — μουσιάτωρ, ορος, ὁ (Μ) εργάτης μωσαϊκού ψηφοθετήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. θοιν άτωρ, ποιν άτωρ)] …
6μουσιοεδαφωμένος — μουσιοεδαφωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει δάπεδο με ψηφιδωτή διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + ἐδαφωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ἐδαφόω (Ησύχ.)] …
7μουσιοσμάραγδον — μουσιοσμάραγδον, τὸ (Μ) ψηφιδωτό φτειαγμένο από σμαράγδινες ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + σμάραγδος] …
8μουσιόκτιστος — μουσιόκτιστος, ον (Μ) διακοσμημένος με ψηφιδωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κτιστός] …
9μουσιώ — μουσιῶ, όω και μουσιώνω (Μ) [μουσίον] διακοσμώ κάτι με ψηφίδες …
10μουσόστικτος — μουσόστικτος, ον (Μ) κοσμημένος με μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «μωσαϊκό έργο» + στικτος (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. λευκό στικτος, μελανό στικτος] …
- 1
- 2