μουστάκι
1μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …
2μουστάκι — το ιού 1. το τρίχωμα που αφήνουν οι άντρες κάτω από τη μύτη: Είχε στριφτό μουστάκι. 2. φρ., «Γελάνε και τα μουστάκια μου», η χαρά μου είναι ολοφάνερη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο …
4υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… …
5κακομούστακος — κακομούστακος, η, ο (ν) (Μ) αυτός που έχει άσχημο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουστάκι] …
6μεγαλομουστακάτος — μεγαλομουστακάτος, η ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μουστάκι] …
7μουστάκα — η (Μ μουστάκα) μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + μεγεθ. κατάλ. α]· …
8μουστακάτος — η, ο (Μ μουστακᾱτος, η, ον) αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ᾶτος] …
9μουστακοδέτης — ο ταινία με την οποία δενόταν το μουστάκι για να πάρει ορισμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + δετης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] …
10μουστακοφόρος — ο αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + φόρος*] …