μουσουργός
1μουσουργός — cultivating music masc/fem nom sg …
2μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] …
3μουσουργός — ο ο δημιουργός μουσικών έργων, ο μουσικοσυνθέτης: Ο Μότσαρτ υπήρξε μεγάλος μουσουργός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μουσουργόν — μουσουργός cultivating music masc/fem acc sg μουσουργός cultivating music neut nom/voc/acc sg …
5Σπάθης, Θεόδωρος — Μουσουργός (1886 1943). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήρε μέρος σε διαγωνισμό του Ωδείου του Παρισιού, στον οποίο και αναδείχτηκε πρώτος. Είκοσι ετών πραγματοποίησε τις πρώτες του καλλιτεχνικές περιοδείες σε πόλεις της Γαλλίας, Αγγλίας, Ισπανίας,… …
6μουσουργοί — μουσουργός cultivating music masc/fem nom/voc pl …
7μουσουργούς — μουσουργός cultivating music masc/fem acc pl …
8μουσουργῷ — μουσουργός cultivating music masc/fem/neut dat sg …
9Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… …
10красотоделатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. μουσουργός) поэт, певец. Чин исповеданию… …