μουσεῖος
1μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ …
2Μούσειος — of masc/fem nom sg …
3μούσειος — of masc/fem nom sg …
4Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …
5μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …
6Μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …
7μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …
8Μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …
9μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …
10Μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) …