μουνιαδικόν

  • 1μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό …

    Dictionary of Greek

  • 2μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς …

    Dictionary of Greek