μοσχ-άριον

  • 1μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 2πετεινάρι — το, Ν 1. μικρός πετεινός, κοκοράκι 2. μτφ. άνθρωπος ευερέθιστος και καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + κατάλ. άρι (< υποκορ. κατάλ. άριον), πρβλ. μοσχ άρι] …

    Dictionary of Greek