Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μοσχοκάρυδο

См. также в других словарях:

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • Nutmeg — For other uses, see Nutmeg (disambiguation). Nutmeg Myristica fragrans Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • κώμακον — κώμακον, τὸ (Α) 1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός τού φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο 2. είδος φρούτου …   Dictionary of Greek

  • μοσκοκάρυδο — το βλ. μοσχοκάρυδο …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρυοειδής — ές όμοιος με μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρύδιον — μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. συκ ύδιον)] …   Dictionary of Greek

  • μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»