-
1 гвоздика
гвоздикаж1. (цветок) τό γαρύφαλλο·2. (пряность) τό μοσχοκάρυδο, τό μο-σχοκάρφι. -
2 мускат
мускатм1. (орех) τό μοσχοκάρυδο, τό μοσχοκάρυον2. (сорт винограда) τό μοσχοστάφυλο[ν]·3. (вино) τό μοσχδτο, ὁ ἀνθοσμίας οίνος. -
3 орех
орехм1. (плод) τό καρύδι, τό κάρυ-ον; грецкий \орех τό καρύδι· лесной \орех τό φουντούκι, τό λεπτοκάρυο[ν]· кокосовый \орех τό Ινδικό καρύδι· мускатный \орех τό μοσχοκάρυδο· кедровые \орехи σπόρια κέδρου· колоть (грызть) \орехи σπά(ζ)ω τά καρύδια·2. (дерево) ἡ καρυδιά, ἡ καροά· ◊ ему досталось на \орехи разг τοῦ τίς βρέ-ξανε γιά καλά· разделать кого́-л. под \орех разг κατσαδιάζω κάποιον. -
4 мускат
[μουσκάτ] ста. α. μοσχοκάρυδο, μοσχοστάφυλο -
5 мускат
[μουσκάτ] ста. α μοσχοκάρυδο, μοσχοστάφυλο -
6 карбонад
-а α.φιλέτο χοίρινο (ψημένο με σκόρδο και μοσχοκάρυδο). -
7 мускат
-а α.1. μοσχοκάρυδο.2. μοσχάτο σταφύλι ή κρασί. -
8 мускатный
επ.του μοσχάτου από μοσχάτο.- орх μοσχοκάρυδο•мускатный цвет μοσχοκαρυδόχρώμα.
-
9 орех
-а α.1. καρύδι•грецкий орех ελληνικό καρύδι (εκλεκτής ποικιλίας)•
миндальный το αμύγδαλο•
калнные -и ψημένα καρύδια•
кокосовый орех κοκοκάρυδο•
рвотный орех εμετικό καρύδι•
мускатный орех μοσχοκάρυδο.
2. η καρυδιά. || το ξύλο της καρυδιάς.εκφρ.земляной (китайский) орех – αραποφιστικα, σουδάνιαΗβ•-и (будет, достанет(ся) – θα τις φας, θα τις μαζέψεις θα πάρεις το μερτικό σου (σε περιμένει τιμωρία)•разделать (отделать) под орех – κατσαδιάζω γερά.
См. также в других словарях:
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από … Dictionary of Greek
Nutmeg — For other uses, see Nutmeg (disambiguation). Nutmeg Myristica fragrans Scientific classification Kingdom … Wikipedia
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… … Dictionary of Greek
κώμακον — κώμακον, τὸ (Α) 1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός τού φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο 2. είδος φρούτου … Dictionary of Greek
μοσκοκάρυδο — το βλ. μοσχοκάρυδο … Dictionary of Greek
μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] … Dictionary of Greek
μοσχοκαρυοειδής — ές όμοιος με μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
μοσχοκαρύδιον — μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. συκ ύδιον)] … Dictionary of Greek
μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά … Dictionary of Greek