μορφή

  • 41Γκόλεμ — Μορφή της εβραϊκής μυθολογίας.Με την ονομασία αυτή είναι επίσης γνωστό ένα πήλινο άγαλμα που κατασκευάστηκε τον 18o αι. στην Πράγα από το ραβίνο Σεβ. Ο κατασκευαστής του τον μετέτρεψε σε αληθινό υπηρέτη του, δίνοντάς του ζωή με μία μυστική… …

    Dictionary of Greek

  • 42δικίτης — Μορφή ορυκτού, ένυδρου πυριτικού άλατος του αργιλίου, που έχει την ίδια χημική σύνθεση με τον καολινίτη, από τον οποίο διαφέρει μόνο όσον αφορά ορισμένες λεπτομέρειες της ατομικής δομής και ορισμένες φυσικές ιδιότητες …

    Dictionary of Greek

  • 43εδροκεντρωμένη κυβική δομή — Μορφή κρυσταλλικής δομής στην οποία τα άτομα του πλέγματος καταλαμβάνουν, εκτός από τις οκτώ κορυφές ενός κύβου, και τα κέντρα των έξι εδρών του. Η δομή του χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι ένα τυπικό παράδειγμα ε.κ.δ. Κάθε ιόν περιβάλλεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 44έλαιο του βιτριολίου — Μορφή του θειικού οξέος που παρασκευάζεται βιομηχανικά και είναι σχεδόν καθαρό θειικό οξύ με μεγάλες ποσότητες διαλυμένων οξειδίων του θείου, κυρίως τριοξειδίου που είναι και ο ανυδρίτης του οξέως. Είναι παχύρρευστο υγρό, εξαιρετικά επικίνδυνο… …

    Dictionary of Greek

  • 45ενδοπαρασιτισμός ή ενδοκυτταρικός παρασιτισμός — Μορφή παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο ζει και πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό του κυττάρου του ξενιστή. Οι ιοί αναφέρονται ως ενδοκυτταρικά παράσιτα, επειδή χρειάζονται υποχρεωτικά ένα κύτταρο ξενιστή για την αναπαραγωγή και την έκφραση… …

    Dictionary of Greek

  • 46Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… …

    Dictionary of Greek

  • 47κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 48λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… …

    Dictionary of Greek

  • 49τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 50μορφαῖν — μορφή form fem gen/dat dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)