μορφή

  • 21δυοπώλιο — Μορφή ολιγοπωλίου, κατά την οποία η διάθεση ορισμένου προϊόντος (ή ορισμένων προϊόντων) τελεί υπό τον έλεγχο δύο πωλητών. Το δ. μπορεί να έχει δύο μορφές. Στην πρώτη περίπτωση της ανταγωνιστικής μορφής οι δύο πωλητές κινούνται ελεύθερα στην αγορά …

    Dictionary of Greek

  • 22αντιπραγματισμός — Μορφή εμπορικής συναλλαγής (π.χ. αγοραπωλησίας) χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Συνίσταται στην ανταλλαγή ειδών, με υπολογισμό της ουσιαστικής τους αξίας. Ο α. υπήρξε η αρχαιότατη μέθοδος συναλλαγής (πριν την επινόηση του χρήματος), χρησιμοποιήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 23βλακεία — Μορφή διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών. Ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, γιατί η ύπαρξή της μπορεί να θεμελιώσει έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό αξιόποινων πράξεων. * * * η (AM βλακεία) [βλακεύω] διανοητική καθυστέρηση μέτριου βαθμού νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 24ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… …

    Dictionary of Greek

  • 25ησυχαστήριο — Μορφή μοναστικής εγκατάστασης, όπου οι μοναχοί αποχωρούν για να ζήσουν απομονωμένοι μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Οι όροι ησυχία και ησυχαστής ανήκουν στο λεξιλόγιο του μοναχισμού και καθορίζουν τον τρόπο ζωής εκείνων που αναζητούσαν τον… …

    Dictionary of Greek

  • 26καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην …

    Dictionary of Greek

  • 27καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… …

    Dictionary of Greek

  • 28καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 29κοινόβιο — Μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, που διατηρείται έως σήμερα σε πολλά μοναστήρια του Αγίου Όρους. Στα πλαίσια του κ. οι μοναχοί μένουν, προσεύχονται και τρώνε σε κοινό τραπέζι, ενώ διοικούνται από ηγούμενο, τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 30ολιγοπώλιο — Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι …

    Dictionary of Greek