μορφή

  • 11θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …

    Dictionary of Greek

  • 12αυτοκρατορία — Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική …

    Dictionary of Greek

  • 13καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 14νευροδερματίτιδα — Μορφή εκζέματος που εμφανίζεται κυρίως στις μεγάλες πτυχές και στα άκρα με μορφή λειχηνοποιημένων πλακών, άλλοτε διάχυτων (διάχυτη ν.) και άλλοτε εντοπισμένων (περιγραμμένη ν.). Η τελευταία είναι συχνή ιδιαίτερα σε νευρικές γυναίκες και… …

    Dictionary of Greek

  • 15Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …

    Dictionary of Greek

  • 16ακυανοψία — Μορφή δυσχρωματοψίας κατά την οποία εκείνοι που πάσχουν από αυτήν δεν έχουν φυσιολογική αντίληψη του κυανού χρώματος. Τα άτομα αυτά αποτελούν το 1% των διχρωματόπων, των ανθρώπων δηλαδή που αναγνωρίζουν μόνο τα δύο από τα τρία βασικά χρώματα. * * …

    Dictionary of Greek

  • 17αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …

    Dictionary of Greek

  • 18κανών — Μορφή μουσικής σύνθεσης. Είναι πολυφωνική και ενόργανη, ενώ κατά την εκτέλεσή της οι φωνές και τα όργανα (δύο ή περισσότερα) αρχίζουν και τελειώνουν το ένα μετά το άλλο την ίδια μελωδία. Η μελωδία επαναλαμβάνεται είτε με τις ίδιες νότες (οπότε… …

    Dictionary of Greek

  • 19λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …

    Dictionary of Greek

  • 20λιγνίτης — Μορφή ορυκτού άνθρακα, που χαρακτηρίζεται από το ότι διατηρεί ακόμα τα ίχνη της ινώδους υφής του ξύλου. Η ονομασία του προέρχεται από τη λατινική λέξη lignum, που σημαίνει ξύλο. Είναι άμορφο ιζηματογενές πέτρωμα και αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή… …

    Dictionary of Greek