μορφωμένος
1μορφωμένος — η, ο ο σπουδασμένος,ο εγγράμματος, ο πνευματικά καλλιεργημένος: Παρόλο που είναι μορφωμένη, κάνει παρέα με αγράμματους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …
3καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …
4μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …
5Μπάκιγχαμ — (Buckingham). Τίτλος ευγενείας που δόθηκε σε μέλη επιφανών οικογενειών της Αγγλίας (11ος 19ος αι.). Τα σημαντικότερα πρόσωπα από αυτά είναι: 1. Τζον Σέφιλντ, μαρκήσιος του Νόρμανμπι, δούκας του – (1648 1721). Άγγλος ευπατρίδης και πολιτικός. Σε… …
6γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …
7γραμματιζούμενος — η, ο 1. εγγράμματος, μορφωμένος 2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε ούμαι… …
8γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… …
9γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος …
10δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …