μορφεύς

  • 21МОРФЕЙ —    • Morpheus,          Μορφεύς, сын и слуга бога сна, вместе с Ε ίκελος (Icelus), Φοβήτωρ и Φάντασος творец образов, появляющихся в сновидениях. Ov. met. 11, 633 слл. Изображения его найдены на рельефах и на камеях в виде крылатого старца …

    Реальный словарь классических древностей

  • 22Морфей — Герен. «Ирида и Морфей», 1811 год Бог сновидений Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Фантазус …

    Википедия

  • 23Морфин — Эта статья о веществе; о лекарственном средстве см.: Морфин (лекарственное средство). Запрос «Морфий» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Морфин …

    Википедия

  • 24Эндорфины — (эндогенные (греч. ενδο (внутри) + греч. γένη (колено, род)) + морфины (от имени древнегреческого бога Морфей (греч. Μορφεύς или …

    Википедия

  • 25Morfeo — (del lat. «Morpheus», dios del sueño en la *mitología griega y romana) n. p. m. En brazos de Morfeo. Se emplea en lenguaje literario, frecuentemente jocoso, para referirse al sueño: ‘En brazos de Morfeo’. ⇒ *Dormir. * * * Morfeo. (Del lat.… …

    Enciclopedia Universal

  • 26Μορφέας — Αρχαιοελληνική θεότητα των ονείρων. Ένας από τους χίλιους γιους του Ύπνου, εμφανιζόταν με διάφορες ανθρώπινες μορφές στους κοιμισμένους ανθρώπους, ενώ οι αδελφοί του Φάντασος και Φοβήτωρ (ή Είκελος) παρουσίαζαν στα όνειρά τους τοπία και άψυχα… …

    Dictionary of Greek

  • 27μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …

    Dictionary of Greek

  • 28μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …

    Dictionary of Greek

  • 29Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30Morfeo — (Del lat. Morpheus, y este del gr. Μορφεύς, dios de los sueños). estar en brazos de Morfeo. fr. coloq. dormir …

    Diccionario de la lengua española